ὑπόσπονδος — under a truce masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόσπονδος — η, ο / ὑπόσπονδος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.) αρχ. φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» δίνω [ή μεταφέρω] τους… … Dictionary of Greek
ὑπόσπονδον — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc sg ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδοις — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδου — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδους — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδων — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσπόνδῳ — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπονδα — ὑπόσπονδος under a truce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόσπονδοι — ὑπόσπονδος under a truce masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek